- φαραδικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με ηλεκτρικό ρεύμα από επαγωγή, ο σχετικός με το φαραδισμό ή το φαράδιο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαραδικός — ή, ό, Ν [φαράδιο] 1. ο σχετικός με τη θεωρία και τις ανακαλύψεις τού Φαραντέυ 2. φρ. «φαραδικό ρεύμα» διακοπτόμενο ασύμμετρο εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης που παράγεται στο δευτερεύον πηνίο ενός επαγωγέα … Dictionary of Greek